Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Ασχολία....

***

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασχολία < αρχαία ελληνική ἀσχολία < ἀ- + σχολή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *seǵhe- / *sǵhē- (έχωκατέχω)

Open book 01.svg Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασχολία θηλυκό
  1. δραστηριότητα
  2. απασχόλησηενασχόληση
  3. (κατ’ επέκταση) εργασίαεπάγγελμα

πηγή
***

ΥΓ. Ή αλλιώς, προσπάθεια απεξάρτησης... απ' τα κοινά προβλήματα...
(κατ’ επέκταση): 
χασομέρι εν γνώση, 
Φυγή, 
Ανώδυνος χρόνος, 
Ευχαρίστηση (όταν για Χ λόγους πιάνεις καρέκλα...)
κ.λ. πολλά.

Κοινώς: ΤΑ ΑΚΙΝΔΥΝΑ