***
πηγή
***
ΥΓ. Ή αλλιώς, προσπάθεια απεξάρτησης... απ' τα κοινά προβλήματα...
(κατ’ επέκταση):
χασομέρι εν γνώση,
Φυγή,
Ανώδυνος χρόνος,
Ευχαρίστηση (όταν για Χ λόγους πιάνεις καρέκλα...)
κ.λ. πολλά.
Κοινώς: ΤΑ ΑΚΙΝΔΥΝΑ
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασχολία < αρχαία ελληνική ἀσχολία < ἀ- + σχολή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασχολία θηλυκό
- δραστηριότητα
- απασχόληση, ενασχόληση
- (κατ’ επέκταση) εργασία, επάγγελμα
πηγή
***
ΥΓ. Ή αλλιώς, προσπάθεια απεξάρτησης... απ' τα κοινά προβλήματα...
(κατ’ επέκταση):
χασομέρι εν γνώση,
Φυγή,
Ανώδυνος χρόνος,
Ευχαρίστηση (όταν για Χ λόγους πιάνεις καρέκλα...)
κ.λ. πολλά.
Κοινώς: ΤΑ ΑΚΙΝΔΥΝΑ